- ηερόεις
- ἠερόεις, -εσσα, -εν (Α)(επικ. και ιων. τ. τού άχρ. ἀερόεις)1. νεφελώδης, σκοτεινός, ζοφερός («ἠερόεις Τάρταρος», Ομ. Ιλ.)2. (για ασθενή) ωχρός, πελιδνός («χροιήν ἠερόεσσαν», Νίκ.)3. (επίθ. για τον όναγρο) ταχύς4. φρ. «ἠερόεντα κέλευθα» — η σκοτεινή κάθοδος στον Άδη, δηλ. ο θάνατος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο-, ιων. τ. αερο- (< αήρ, πρβλ. ιων. γεν. ηέρος) + καταλ. -όεις, πρβλ. δακρυ-όεις, κυματ-όεις].
Dictionary of Greek. 2013.